συγκινδυνεύω

From LSJ
Revision as of 12:16, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκινδῡνεύω Medium diacritics: συγκινδυνεύω Low diacritics: συγκινδυνεύω Capitals: ΣΥΓΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
Transliteration A: synkindyneúō Transliteration B: synkindyneuō Transliteration C: sygkindyneyo Beta Code: sugkinduneu/w

English (LSJ)

A incur danger along with others, τισι Th.8.22, Plu.Art.8, etc.; τῷ φράζειν σ. τινί by saying, Pl.Lg.969a; μετά τινος Plb.2.3.5: abs., share in the danger, be partners in danger, X.Ages.11.13, Pl.Phlb.29a, D.15.19, etc.; πρὸς τοὺς βαρβάρους OGI 765.21 (Priene): c. dat. modi, τῷ ναυτικῷ with their navy, Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 967] mit Gefahr laufen, sich mit Einem in Gefahr begeben, τινί, Plat. Phil. 29 a Legg. XII, 969 a; Thuc. 8, 22; Xen. Ages. 11, 13, mit od. neben Einem kämpfen, οἱ μετὰ τῶν εὐζώνων συγκινδυνεύοντες ἱππεῖς, Pol. 2, 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συγκινδῡνεύω: κινδυνεύω ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου, τινι Θουκ. 8. 22, Πλούταρχ. κλπ.· τῷ φράζειν σ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 969A· μετά τινος Πολύβ. 2. 3, 5 ― ἀπολ., μετέχω τοῦ κινδύνου, Ξεν. Ἀγησ. 11. 13, Πλάτ. Φίληβ. 29A, Δημ. 196. 3, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, τῷ ναυτικῷ, διὰ τοῦ ναυτικοῦ των, Ἰσοκρ. 179A.

French (Bailly abrégé)

1 s’exposer à un danger avec, τινι;
2 particul. être compagnon d’armes de, τινι.
Étymologie: σύν, κινδυνεύω.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α
1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον
2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῦ ψόγου», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συγκινδῡνεύω: μέλ. -σω, διατρέχω κίνδυνο από κοινού με κάποιον, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., συμμετέχω στον κίνδυνο, κινδυνεύω, πολεμώ μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κινδυνεύω, Att. ook ξυγκινδυνεύω samen gevaar lopen, het gevaar delen; met dat. met iem.; abs.; met acc. v. h. inw. obj.. θάνατον σ. samen levensgevaar lopen Luc. 39.27.

Russian (Dvoretsky)

συγκινδῡνεύω: подвергаться общей опасности, рисковать вместе (βουλόμενοι ἅμα ὡς πλείστους σφίσι ξ. Thuc.): ἐγὼ δ᾽ ὑμῖν συγκινδυνεύσω τῷ φράζειν τὰ δεδογμένα ἐμοί Plat. совместно с вами я рискну сформулировать свою точку зрения (досл. свои мнения); μετὰ τῶν ὁπλιτῶν σ. Polyb. сражаться бок о бок с тяжелой пехотой.

Middle Liddell

fut. σω
to incur danger along with, τινί Thuc., etc.;—absol. to be partners in danger, Xen., Dem., etc.