λεπταίνω

From LSJ
Revision as of 15:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

και λεπτύνω (AM λεπτύνω) λεπτός
1. καθιστώ κάτι λεπτό, το εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)
2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η δίαιτα» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», Αριστοτ.
γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)
3. (σχετικά με το πνεύμα) οξύνω (α. «η μόρφωση λέπτυνε το μυαλό του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῦν καὶ ἰσχνολογεῖν ἐπιπνευσθείς», Ευστ.)
4. κάνω τη φωνή μου οξεία
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι λεπτός, αδυνατίζω («προσπαθεί να λεπτύνει με τη γυμναστική»)
νεοελλ.-μσν.
κάνω κάποιον λεπτό στους τρόπους, εξευγενίζω («η καλή συντροφιά τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)
μσν.
1. κάνω βαθιά τομή σε κάτι
2. ερμηνεύω, αναλύω
3. διαλύω, συντρίβω
μσν.-αρχ.
ξεφλουδίζω
αρχ.
1. (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) αραιώνω
2. (σχετικά με την τροφή) χωνεύω
3. αλωνίζω
4. λιχνίζω.