προσαρτώ

From LSJ
Revision as of 16:05, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

προσαρτῶ, -άω, ΝΑ
προσδένω ή συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συνάπτω, προσκολλώ («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καθιστώ μία περιοχή τμήμα του κράτους μου, κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους
αρχ.
1. αγγίζω
2. μτφ. προσθέτωπολλά τίνα προσαρτῶμεν τῇ στρατηγία», Πολ.)
3. παθ. προσαρτῶμαι, -άομαι
μτφ. α) είμαι συνδεδεμένος με κάποιον («προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν», Ξεν.)
β) είμαι αφοσιωμένος σε πρόσωπο ή πράγμα (α. «προσαρτᾶσθαι μειρακίοις», Πλούτ.
β. «ἡδονῇ προσηρτημένοι», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].