εφεδρεύω

From LSJ
Revision as of 09:40, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφεδρεύω) έφεδρος
παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.
β. «ἐκεῖ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. εδρεύω, κάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε κάτιἄγχος ἐφεδρεῡον κάρᾳ», Ευρ.)
2. επωάζω
3. καταλύω, σταματώ σε κάποιον τόπο
4. καταλαμβάνω κάποιον τόπο
4. μτφ. (για ασθένειες) επαπειλώ, επικρέμαμαι
5. παραμένω ως εφεδρεία τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῖς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῖς πολεμίοις», Πολ.)
6. επιτηρώ, επιστατώ («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ», Πολ.)
7. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) περιμένω να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.