φιλοχωρέω

From LSJ
Revision as of 12:02, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχωρέω Medium diacritics: φιλοχωρέω Low diacritics: φιλοχωρέω Capitals: ΦΙΛΟΧΩΡΕΩ
Transliteration A: philochōréō Transliteration B: philochōreō Transliteration C: filochoreo Beta Code: filoxwre/w

English (LSJ)

A to be fond of a place or country, haunt it, Hdt.8.111; ἐκεῖσε φ. Ar.Fr.149.5: c. dat., φ. τόποις Plb.4.46.1; ὄρεσιν D.H.1.13; τῷ λόφῳ Id.1.34, cf. 3.9, 5.63; τοῖς ἀλλοτρίοις Id.8.47 (but ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις ib.35 codd.); φ. περὶ ταφάς Plu.2.612a: metaph., φ. ἐπὶ τῇ παρανόμῳ δυναστεία, ἐπὶ [τῇ φιλοσοφίᾳ], D.H.11.11, Iamb. Protr.6; περὶ τοὺς ἐθισμούς Plu.2.714b: c. inf., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν D.H.6.79 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1288] gern an einem Orte sein, sich gern an einem Orte aufhalten; τοῖς τόποις Pol. 4, 46, 1; ὄρεσι, λόφῳ, D. Hal. 1, 13. 34; ἔν τινι, 8, 35; u. Sp.; übertr. von Beschäftigungen, neben ἐπιμένειν Plut. Timol. praef.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχωρέω: ἀγαπῶ τόπον τινὰ ἢ χώραν, μένω διαρκῶς ἔν τινι τόπῳ, συχνάζω, Ἡρόδ. 8. 111· ἐκεῖσε φ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198· μετὰ δοτ., φ. τόποις Πολύβ. 4. 46, 1· ὄρεσιν Διονύσ. Ἁλ. 1. 13· τοῖς ἀλλοτρίοις ὁ αὐτ. 8. 47· ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις αὐτόθι 35· φ. περὶ τὰς ταφὰς Πλούτ. 2. 612Α· καὶ μεταφ., φιλ. ἐπὶ τῇ φιλοσοφίᾳ Ἰαμβλ. Προτρ. 112, πρβλ. Διονύσ. Ἁλ. 11. 11· περὶ τοὺς ἐθισμοὺς Πλούτ. 2. 714Α· ἔτι καὶ μετ’ ἀπαρ., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν Διονύσ. Ἁλ. 6. 79.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer le séjour d’un lieu, se plaire dans un lieu, τινι ; fig. τινι, περί τι se confiner dans une étude ou une recherche, s’adonner à une occupation.
Étymologie: φιλόχωρος.

Greek Monotonic

φῐλοχωρέω: μέλ. -ήσω, (φιλόχωρος), αγαπώ κάποιον τόπο, μένω διαρκώς εκεί, συχνάζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχωρέω: охотно обитать, оставаться (οὐκ ἐκλείπειν τὴν νῆσον, ἀλλ᾽ αἰεὶ φ. Her.): φιλοχωρῆσαι τοῖς περὶ τὸ Βυζάντιον τόποις Polyb. предпочесть остаться в окрестностях Византии; ἐπιμένειν καὶ φ. τῇ ἱστορίᾳ Plut. продолжать заниматься историей; φ. περὶ τοὺς ἀρχαίους ἐθισμούς Plut. придерживаться древних обычаев.

Middle Liddell

φῐλοχωρέω, fut. -ήσω φιλόχωρος
to be fond of a place, to abide there always, haunt it, Hdt.