γαστριμαργία
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ἡ, A gluttony, Hp.Int.6, Pl.Phd.81e (pl.), Eus.Mynd.9, Andronic. Rhod.p.572 M.; pl., Luc.Am.42.
German (Pape)
[Seite 476] ἡ, Gefräßigkeit, Schlemmerei, Hippocr.; Plat. Tim. 73 a u. öfter; Luc. Amor. 42; mit λαιμαργία vrbdn Ath. X, 412 d.
Greek (Liddell-Scott)
γαστρῐμαργία: ἡ, λαιμαργία, ἀδηφαγία, Ἱππ. 534. 20, Πλάτ. Φαίδωνι 81E, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.6
ingestión excesiva, glotonería, gula γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.Ti.73a, cf. Phd.81e, Phdr.238b, Arist.EE 1231a19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4Ma.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.Am.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός Corp.Herm.6.3.15, cf. Chrysipp.Stoic.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.Eun.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.HE 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.Mort.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782.
Greek Monolingual
η (AM γαστριμαργία) γαστρίμαργος
η ιδιότητα του γαστρίμαργου.
Greek Monotonic
γαστρῐμαργία: ἡ, αδηφαγία, λαιμαργία, απληστία ως προς το φαγητό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γαστριμαργία: ἡ прожорливость, обжорство, чревоугодие Plat., Arst., Plut., Luc.
Middle Liddell
[from γαστρίμαργος
gluttony, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαστριμαργία -ας, ἡ γαστρίμαργος gulzigheid, vraatzucht.