γυναικοκρατία
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
( γυναικοκράτεια Procop.Arc.5), ἡ, A dominion of women, Arist.Pol.1313b33, Plu.Cat. Ma.8: title of plays by Amphis and Alexis.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.-κρασία.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοκρᾰτία: ἡ, ἡ τῶν γυναικῶν κυριαρχία, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 11, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 8
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
domination des femmes.
Étymologie: cf. γυναικοκρατέομαι.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -κράτεια Procop.Arc.5.26
1 sumisión a las mujeres γ. τε περὶ τὰς οἰκίας Arist.Pol.1313b33, μὴ κρατῶν τῆς πολλῆς ἀνέσεως καὶ γυναικοκρατίας διὰ τὰς πολλὰς στρατείας τῶν ἀνδρῶν Plu.Lyc.14, cf. Cat.Ma.8, Procop.l.c.
•c. gen. obj. τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρατίας Plu.Ant.10 (ap. crít.).
2 ginecocracia cierto tipo de matriarcado entre los antiguos cántabros, Str.3.4.18
•tít. de sendas comedias de Anfis, Ath.336c, y de Alexis, Poll.9.44.
Greek Monolingual
η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια)
1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες
2. η μητριαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + -κρατία < -κρατής < κράτος
γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + -κράτεια < -κρατής < κράτος.
Russian (Dvoretsky)
γῠναικοκρᾰτία: ἡ господство женщин Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικοκρατία -ας, ἡ [γυναικοκρατέομαι] heerschappij van vrouwen.