δονακόεις

From LSJ
Revision as of 11:20, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονᾰκόεις Medium diacritics: δονακόεις Low diacritics: δονακόεις Capitals: ΔΟΝΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: donakóeis Transliteration B: donakoeis Transliteration C: donakoeis Beta Code: donako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).

Greek (Liddell-Scott)

δονᾰκόεις: εσσα, εν, πλήρης καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· δόλος δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 rempli de roseaux;
2 préparé au moyen de gluaux (piège).
Étymologie: δόναξ.

Spanish (DGE)

(δονᾰκόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): δουν- AP 9.273 (Bianor)
1 lleno de cañas Εὐρώτας E.Hel.209.
2 hecho de cañas δουνακόεντα ... συνθεὶς δόλον confeccionando una trampa de cañas cubiertas de liga AP l.c.

Greek Monolingual

δονακόεις, -εσσα -εν (Α)
1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια
2. φρ. «δονακόεις δόλος» — καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα.

Greek Monotonic

δονᾰκόεις: -εσσα, -εν (δόναξ), καλαμωτός, γεμάτος καλαμιές, σε Ευρ.· δόλος δ., λέγεται για καλάμι καλυμμένο με κόλλα ιξού ως ξόβεργα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δονᾰκόεις: όεσσα, όεν
1) заросший тростником (Εὐρώτας Eur.);
2) тростниковый, камышевый (δόλος Anth.).

Middle Liddell

δονᾰκόεις, εσσα, εν adj δόναξ
reedy, Eur.; δόλος δ., of a reed covered with birdlime, Anth.