ἀστυάναξ

From LSJ
Revision as of 14:53, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστῠάναξ Medium diacritics: ἀστυάναξ Low diacritics: αστυάναξ Capitals: ΑΣΤΥΑΝΑΞ
Transliteration A: astyánax Transliteration B: astyanax Transliteration C: astyanaks Beta Code: a)stua/nac

English (LSJ)

[ᾰν], ακτος, ὁ, A lord of the city, epithet of certain gods, A. Supp.1018 (lyr.): in Hom. only as pr. n., Astyanax, the son of Hector:—hence Adj. Ἀστυανάκτειος, α, ον, AP9.351 (Leon.). II by an obscene pun, = ἄστυτος, Eust.849.54. III name of a fish, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἀστῠάναξ) -ακτος
• Prosodia: [-ᾰν-]
1 defensor de la ciudad θεοί A.Supp.1018.
2 impotente sexualmente, por falsa etim. a partir de στύειν (cf. ἄστυτος) Suet.Blasph.58, Eust.849.54, 1283.24.
3 subst. ὁ ἀ. n. de un pez, Hsch.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, stadtbeherrschend, θεός Aesch. Suppl. 996.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστυάναξ: ακτος, ὁ, ὁ ἄναξ τοῦ ἄστεως, ἐπίθ. θεῶν τινων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1019˙ παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἀστυάναξ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἕκτορος:―ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀστυανάκτειος, α, ον, Ἀνθ. Π. 9. 351. ΙΙ. κατά τι ἄσεμνον λογοπαίγνιον, = ἄστυτος, Εὐστ. 849. 54.

French (Bailly abrégé)

άνακτος (ὁ) :
qui règne dans la ville.
Étymologie: ἄστυ, ἄναξ.

Greek Monolingual

ἀστυάναξ (-ακτος), ο (AM)
μσν.
(σε άσεμνο λογοπαίγνιο) άστυτος
αρχ.
1. ο άναξ του άστεως, ο αφέντης, ο προστάτης της πόλης
2. (στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) ο γιος του Έκτορος και της Ανδρομάχης.

Greek Monotonic

ἀστυάναξ: -ακτος, ὁ, άρχοντας της πόλης, βασιλιάς, επίθ. ορισμένων θεών, σε Αισχύλ.· σε Όμηρ., μόνο ως κύριο όνομα.

Russian (Dvoretsky)

ἀστυάναξ: άνακτος (ᾰν) ὁ владыка города Aesch.

Middle Liddell


lord of the city, epithet of certain gods, Aesch.: in Hom. only as prop. n.