ἐθάς
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος) A accustomed, ἐ. γενέσθαι Hp.Mul.1.12; ἐ. γενέσθαι τινός Th.2.44; εῖναι Plu.Oth.5; of persons, familiar, Philostr. VA8.30: c. dat., τῇ νούσῳ Hp.Morb.Sacr.12, cf. Opp.H.5.499. II of things, customary, usual, νοῦσοι ἐ. ἀπὸ νεότητος Hp.Mul.2.125; ἡδονή Ph.1.316. III tame, Them.Or.22.273c.
Spanish (DGE)
-άδος
I de animados
1 acostumbrado, habituado de pers. y asimilados, pred. πρὶν ἢ ἐθάδες γίνωνται (αἱ μῆτραι) hasta que se habitúe el útero Hp.Mul.1.12, cf. 2.162, c. gen. λύπη ... οὗ ἂν ἐ. γενόμενος ἀφαιρεθῇ pena por aquello que le es arrebatado después de haberse acostumbrado Th.2.44, πολεμικῶν ἀγώνων Plu.2.8d, μιᾶς ... διαίτης Plu.2.342a, c. dat. ἐθάδες εἰσὶ τῇ νούσῳ están habituados a la enfermedad Hp.Morb.Sacr.12.
2 habituado, domesticado o doméstico de anim. (τῶν περιστερῶν) αἱ ἐθάδες Them.Or.22.273c, cf. Hdn.Philet.50, ἀλεκτρύονες καὶ ἐθάδες ὄρνιθες Cat.Cod.Astr.11(2).181.2
•c. dat. enseñado, amaestrado ἀγρευτῆρι κύων ἐ. ὀτρύνοντι Opp.H.5.499, cf. Tz.H.4.287.
II esp. de cosas y abstr. habitual, frecuente ἐθάδες ἀπὸ νεότητος αἱ νοῦσοι Hp.Mul.2.125 (ap. crít.), ἡδονή Ph.1.316, τρόποι Eust.1370.14
•subst. οἱ ἄγαν ἐθάδες los muy habituales, familiarmente conocidos para unos perros guardianes, Philostr.VA 8.30.
• Etimología: Deriv. de *su̯edhn̥-, cf. ἔθνος.
German (Pape)
[Seite 717] άδος, gewohnt, τινός, an Etwas, Hippocr., Thuc. 2, 44 u. Sp.; τοῦ κάμνειν ἐθάδες ὄντες Plut. Oth. 5; selten τινί, Hippocr. – Bei Themist. or. 22 p. 273 d = zahm; B. A. p. 245 συνήθης, φίλος erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος) συνειθισμένος, Ἱππ. 597. 2· ἐθ. γενέσθαι τινὸς Θουκ. 2, 44, προβλ. Πλουτ. Ὄθωνα 5· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 307. 46, Ὀππ. Ἁλ. 5. 499. ΙΙ. συνήθης, Ἱππ. 645. 32. ΙΙΙ. ἥμερος, Θεμίστ. 273 Δ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
habitué à, gén..
Étymologie: ἔθω.
Greek Monolingual
ἐθάς, ο, η (AM) έθος
1. οικείος, φίλος
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος
αρχ.
συνηθισμένος σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος), συνηθισμένος, μαθημένος, εξοικειωμένος με κάτι, με γεν., σε Θουκ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθάς: άδος adj. привыкший, приученный (τινος Thuc., Plut.): πολλῶν ἀγώνων ἐθάδες Plut. закаленные в многих битвах.
Middle Liddell
ἐθάς, άδος, ἔθος
customary, accustomed to a thing, c. gen., Thuc., Plut.