ἐννεάμηνος

From LSJ
Revision as of 14:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάμηνος Medium diacritics: ἐννεάμηνος Low diacritics: εννεάμηνος Capitals: ΕΝΝΕΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: enneámēnos Transliteration B: enneamēnos Transliteration C: enneaminos Beta Code: e)nnea/mhnos

English (LSJ)

ον, A of or in nine months, τίκτειν Hdt.6.69, cf. Hp.Septim.8; χρόνος Gal.Nat.Fac.3.3; λόγος BGU977.13 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 847] neunmonatlich, Her. 6, 69 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάμηνος: -ον, ἐννέα μηνῶν, ἢ ἐντὸς ἐννέα μηνῶν, Ἡρόδ. 6. 69, Ἱππ. 257, 1 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐννεαμήνως, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 177.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de neuf mois.
Étymologie: ἐννέα, μήν².

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐννά- Hp.Oct.7, 10
I 1que dura nueve meses χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.D.5.196
subst. τὸ ἐ. criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.HA 584a36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.Strom.6.11.85, Procl.in R.2.35 (= Emp.B 69).
2 subst. ἡ ἐ. período de nueve meses, PTeb.873.12 (II a.C.)
gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου durante nueve meses, por un período de nueve meses σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου PZen.Col.56.6 (III a.C.).
II adv. -ως de nueve meses τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.H.2.177.

Greek Monolingual

και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)
(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα
μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατο
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη του έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)
αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῑκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).
επίρρ...
ἐννεαμήνως (Μ)
μέσα σε εννέα μήνες.

Greek Monotonic

ἐννεάμηνος: -ον (μήν), αυτός που είναι εννιά μηνών ή μέσα στη διάρκεια των εννιά μηνών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐννεάμηνος: девятимесячный Her., Arst.

Middle Liddell

ἐννεά-μηνος, ον [μήν]
of or in nine months, Hdt.