θαύμακτρον

From LSJ
Revision as of 16:07, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαύμακτρον Medium diacritics: θαύμακτρον Low diacritics: θαύμακτρον Capitals: ΘΑΥΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: thaúmaktron Transliteration B: thaumaktron Transliteration C: thaymaktron Beta Code: qau/maktron

English (LSJ)

τό, A money paid to see conjurers' tricks, Sophr.120.

German (Pape)

[Seite 1189] τό, Sophron bei E. M. 443, 52; Schneider vermuthet θυμίακτρον, thuribulum; Passow erkl. Geld, das man Gauklern zum Lohne giebt.

Greek (Liddell-Scott)

θαύμακτρον: τὸ, τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον ὅπως ἴδῃ τις τέχνασμα θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. θαῦμα Ι. 2).

Greek Monolingual

θαύμακτρον, το (Α)
χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. -τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή του γιατρού» κ.τ.ό.)].