ιτιά

From LSJ
Revision as of 17:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

και ετιά, η (ΑΜ ἰτέα, Μ και ἐτέα και ἐτιά και ἰτιά, Α ιων. τ. ἰτέη και ἰτείη)
κοινή ονομασία ειδών του γένους φυτών Σάλιξ
αρχ.
ασπίδα πλεγμένη από κλάδους ιτιάς και καλυμμένη με γύψο, δέρμα βοδιού ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰτέα < Fιτ-έα
το F επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησύχ. γιτέα- ἰτέα και από τον Όμηρο. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα wī της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω» και συνδέεται με λιθουαν. vytas «πλεγμένη», αρχ. ινδ. vīta-με μακρό ī όπως και στον τ. ἰτέα. Η λ. συνδέεται επίσης με τον τ. ἴτυς
Ο τ. εμφανίζει επίθημα -έα, που είναι πολύ εύχρηστο και σύνηθες σε ονομασίες δέντρων, φυτών (πρβλ. μηλέα, πτελέα, συκέη). Ο νεοελλ. τ. ιτιά < ἰτέα, με συνίζηση του ε (πρβλ. εννιά < εννέα, μηλιά < μηλέα)].