κυνόφρων
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον, gen. ονος, dog-minded, shameless of soul, A.Ch.621 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόφρων: -ον, ἔχων φρόνημα κυνός, ἀναίσχυντος, ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
impudent comme un chien.
Étymologie: κύων, φρήν.
Greek Monolingual
κυνόφρων, -ον (Α)
αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -φρων (εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικόφρων, τυραννόφρων].
Greek Monotonic
κῠνόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει μυαλό σκύλου, αδιάντροπος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνόφρων: 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).