κατέλαιος
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
ον, oily, Archestr.Fr.57.9.
German (Pape)
[Seite 1394] ölig, Archestrat. bei Ath. IX, 399 f.
Greek (Liddell-Scott)
κατέλαιος: -ον, ἐλαιώδης, φαγητὸν τὸ ὁποῖον ἔχει πολὺ ἔλαιον, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 399Ε.
Greek Monolingual
κατέλαιος, -ον (Α)
(νια φαγητό) γεμάτος λάδι, λαδερός, ελαιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -έλαιος (< ἔλαιον), πρβλ. οπιέλαιος, φιλέλαιος].