ἄλευρον
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
(A), [ᾰ], τό, mostly in plural ἄλευρα, (ἀλέω A) A = ἀλείατα, wheat meal (opp. ἄλφιτα barley meal, Hdt.7.119; ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα Pl.R.372b, cf.Epin.975b, X.An.1.5.6, Arist.Pr.863b2: in sg., Ar.Fr.50, Sotad.Com.1.24, Arist.Pr.927a11, Theoc.14.7. 2 generally, meal, ἄ. κρίθινον Dsc. 1.72; τήλινον 3.40, cf. 2.102; made trom dried sorbs, 1.120.
(B) τάφος (Cypr.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 93] τό (ἀλέω), gew. im plur., Weizenmehl, Her. 7, 119; Plat. Rep. II, 372 b (ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα); Xen. Cyr. 5, 2, 5, u. sonst, dem ἄλφιτα entgegengesetzt. Bei Diosc. u. Sp. übh. seines Mehl; Plut. Pyth. or. 6 hat auch κρίθινον ἄλ.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλευρον: [ᾰ], τό, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄλευρα (ἀλέω), = τοῦ Ὁμήρ. τὸ ἀλείατα = ἄλευρα ἐκ σίτου, διακρινόμενα ἀπὸ τὰ ἄλφιτα, Ἡρόδ. 7. 119˙ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενος, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, Πλάτ. Πολ. 372Β˙ πρβλ. Νόμ. 849C, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37: ― καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 141, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24, Ἀριστ. Προβλ. 21. 1. 2) καθόλου, ἄλευρον ἐκ παντὸς σιτηροῦ, ἄλ. κρίθινον, Διοσκ. 1. 94, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): fem. -ος Et.Gud.498.43S.
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1sg. y plu. harina de trigo op. ἄλφιτα ‘harina de cebada’, Hdt.7.119, θρέψονται δὲ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄ. Pl.R.372b, cf. Epin.975b, X.An.1.5.6, D.55.24 (op. κριθαί), Arist.Pr.863b2, LXX 2Re.17.28, Luc.Asin.28, 42, Dsc.1.120
•sin op. explícita, Diocl.Fr.153.8, ἄλευρ', ὕδωρ, ἔλαιον ἀπόδος Men.Sam.227, cf. Phryn.Com.35, LXX Id.6.19, 1Pa.12.41, Polyaen.4.3.32, Plu.2.397a, SIG 741.10 (Nisa I a.C.), Poll.6.74, PRyl.280 (II d.C.), D.C.Epit.9.2.13, Orac.Sib.8.14, ἡ λευκὴ ἄλευρος Et.Gud.l.c.
•ἄλευρον ἑφθόν harina cocida sinón. de pan Arist.Pr.893b32, cf. Theoc.14.7.
2 gener. harina de otros cereales o semillas ἄ. ὀρόβων Hp.Int.12, αἰρῶν ἄ. Hp.Nat.Mul.32, κρίθινον Dsc.1.72.2, κρίθινον τε καὶ πύρινον Apollon. en Gal.12.654, ἀ. ἀλφίτων Asclep.Iun. en Gal.12.743, τήλινον Dsc.3.40, αἴρινον Dsc.2.112, ἐρέγμινον Dsc.3.80.3, ἄλευρα θέρμινα Dsc.2.110.2, ἐρεβίνθου Crit.Hist. en Gal.12.883, κυάμινον Archig. en Gal.12.461, ἀ. φακοῦ Archig. en Gal.12.406, πιτυρῶδες Gal.15.576.
II ἄλευρον· chipr. τάφος Hsch.
• Etimología: Cf. μάλευρον.
English (Strong)
from aleo (to grind); flour: meal.
English (Thayer)
τό (ἀλεύω to grind), wheaten flour, meal: Hesychius ἄλευρα κυρίως τά τοῦ σίτου ἄλφιτα δέ τῶν κριθῶν. (Herodotus, Xenophon, Plato, Josephus, others.)
Greek Monotonic
ἄλευρον: [ᾰ], τό, κυρίως σε πληθ. ἄλευρα, (ἀλέω), σταρένιο αλεύρι, που διακρίνεται από τα ἄλφιτα (κριθαρένιο αλεύρι), σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλευρον: (ᾰ) τό
1) преимущ. pl. пшеничная мука Her., Xen., Plat., Arst.;
2) мука (вообще) (κρίθινον ἄ. Plut.).
Middle Liddell
ἀλέω
wheaten flour, distinguished from ἄλφιτα (barley-meal), Hdt., etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄλευρον -ου, τό ἀλέω tarwemeel; alg. meel.
Chinese
原文音譯:¥leuron 阿留朗
詞類次數:名詞(2)
原文字根:粉
字義溯源:麵粉,細麵,麵;源自(ἄλευρον)X*=磨碎)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 麵(2) 太13:33; 路13:21