ἀστερίας

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερίας Medium diacritics: ἀστερίας Low diacritics: αστερίας Capitals: ΑΣΤΕΡΙΑΣ
Transliteration A: asterías Transliteration B: asterias Transliteration C: asterias Beta Code: a)steri/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A starred: hence, I a fish, Squalus stellaris, Philyll.1.2, Arist.HA543a17. II a bird, 1 perhaps bittern, Ardea stellaris, ib.609b22. 2 a kind of hawk, ib.620a18; = χρυσάετος, Ael.NA2.39.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
n. popular de anim. moteados el estrellado
I ict. pequeño escualo prob. mustela Philyll.1, Arist.HA 543a17.
II orn.
1 un tipo de garza o alcaraván Arist.HA 609b22, 617a5, Call.Fr.427, Plin.HN 10.164.
2 un tipo de halcón Arist.HA 620a18.
3 un tipo de águila (prob. error) Ael.NA 2.39.

German (Pape)

[Seite 375] ὁ, gestirnt, gefleckt, Beiwort einer Art ἐρωδιός Arist. H. A. 9, 1; ἱέραξ 9, 36; γαλεός, eine Art Haifisch, s. Philist. St. B. Γαλεῶται.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίας: -ου, ὁ, ἀστερόεις, ποικίλος, ἑπομ., Ι. εἶδος γαλεοῦ (θαλασσ. ἰχθύος), «ὁ δὲ Σουνίνιος (Voyag. en Grèce τ. 2. σ. 212) σκυλόψαρον παρ’ ἡμῖν νῦν λέγεσθαί φησι τῶν γαλεῶν τὸν καλούμενον ἀστερίαν (τὸν τοῦ Λινναίου Squalus stellaris), ὅπερ ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ παρ’ Ἀριστοτέλει καλουμένῳ ποικίλῳ» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 187, Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 10, 1. ΙΙ. πτηνόν, 1) ἐρωδιὸς ὁ ἀστερίας, Λατ. ardea stellaris, τῶν δ’ ἐρωδιῶν ἐστὶ τρία γένη, ὅτε πέλλος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ ἀστερίας ὁ αὐτ. 9. 1, 23. 2) εἶδος ἱέρακος, ὁ αὐτ. 9. 36, 1.

Greek Monolingual

ο (AM ἀστερίας) αστήρ
το εχινόδερμο σταυρός της θάλασσας
αρχ.
1. το πτηνό ερωδιός ο αστερίας
2. το πτηνό χρυσαετός.

Russian (Dvoretsky)

ἀστερίας: ου adj. m звездчатый: ὁ ἀ. ἐρωδιός Arst. выпь (Ardea stellaris); ὁ ἀ. ἱέραξ Arst. звездчатый сокол (предполож. Astur palumbarius pullus); ὁ ἀ. γαλεός Arst. звездчатая акула (предполож. Squalus asterias или stellaris).