περιχάσκω

From LSJ
Revision as of 16:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχάσκω Medium diacritics: περιχάσκω Low diacritics: περιχάσκω Capitals: ΠΕΡΙΧΑΣΚΩ
Transliteration A: pericháskō Transliteration B: perichaskō Transliteration C: perichasko Beta Code: perixa/skw

English (LSJ)

aor. 2 περιέχᾰνον and pf. περικέχηνα (as if from περιχαίνω, which is post-classical):—A open the mouth wide, gape, Hp. Morb.2.26, Phld.Rh.1.194S. b open a girdle, Heliod. ap. Orib. 48.58.5 (s.v.l.). II close the jaws over, take into the mouth, Arist. HA604b18, D.S.10.18, Dsc.Eup.2.138, Luc.Merc.Cond.3, Ael.NA4.33, Hippiatr.119; π. τὸν ἀέρα snap at the air, of a lion, Ach.Tat. 2.22.

German (Pape)

[Seite 600] Nebenform von περιχαίνω, nur im praes. u. imperf. gebr. (s. χάσκω), Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περιχάσκω: ἀόρ. β΄ περιέχᾰνον καὶ πρκμ. περικέχηνα (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. περιχαίνω, ὅπερ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Φώτ.) ― Ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, Ἱππ. 469. 70. ΙΙ. καταπίνω μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 33, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· π. τὸν ἀέρα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· λαμβάνω εἰς τὸ στόμα, τι Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. 2) χάσκω πρός τι, τι Φώτ.· π. τινί, χάσκω διά τι πρᾶγμα, Κλήμ. Ἀλ. 242.

Greek Monolingual

Α
1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, έχω το στόμα μου ορθάνοιχτο
2. χάβω, ανοίγω πολύ το στόμα μου και το κλείνω απότομα
3. μένω με το στόμα ανοιχτό, εκφράζω απορία και έκπληξη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χάσκω «ανοίγω το στόμα»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-χάσκω opensperren; Hp.; verslinden:. ὅλον περιχανὼν τὸ δέλεαρ door de prooi in zijn geheel te verslinden Luc. 36.3.