ἐναρμόνιος
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ον, A of musical sound, musical, ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις Pl.Lg.654a; ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων Arist.Cael.290b22; ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.DDeor.7.4; νέκταρ, of music, AP7.29 (Antip. Sid.): metaph., in harmony with, ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι Ti.Locr.103c. Adv. -ίως Ph.1.107, Corn.ND32, Eustr.inEN9.2, Eust.1422.19. 2 in Lit. Crit., harmonious, περίοδος D.H.Dem.24; μεταβολαὶ ἐ. changes of harmony, Id.Comp.19, cf. ib.6 (Comp.). II in Music, enharmonic, συστήματα Aristox.Harm.p.17M.; δίεσις ib.p.47 M.; ἐ. μέλη Arist.Pr.918b22 (s. v.l.), cf. POxy.667.1, etc.
German (Pape)
[Seite 830] übereinstimmend, schicklich; καὶ ἔνρυθμος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; τινί, Tim. Locr. 103 c u. Folgde. Bes. in der alten Musik, γένος ἐν. od. τὸ ἐναρμόνιον, von διάτονον u. χρωματικόν durch die Reihenfolge der Intervalle verschieden, Plut. Symp. 9, 14, 3, Music.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναρμόνιος: -ον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ’ ἡδονῆς, τὴν μεθ’ ἡδονῆς αἴσθηση τοῦ ῥυθμοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας, Πλάτ. Νόμ. 654Α, κτλ.· τινι Τίμ Λοκρ. 103C· ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4 ΙΙ. ἐν τῇ ἑλληνικῇ μουσικῇ γένος (ἢ μέλος) ἐναρμόνιον ἢ ἐναρμονικὸν ἢ ἐναρμόνιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἐναρμόνιος κλῖμαξ ἁπλουστέρα τῆς χρωματικῆς καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς διατονικῆς, Πλούτ. 2. 711C, 744C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 6· ἐναρμόνια μέλη ἐνῇδον Ἀριστ. Προβλ. 19. 15· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Μουσ. σ. ΧΧ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
harmonieux, en accord parfait ; abs. τὸ ἐναρμόνιον PLUT gamme d’accord parfait.
Étymologie: ἐν, ἁρμονία.
Spanish (DGE)
-ον
I 1mús. armónico ἡ ἔνρυθμός τε καὶ ἐ. αἴσθησις el sentido del ritmo y de la armonía Pl.Lg.654a, de las esferas φορά Pl.R.530d, ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλων τῶν ἄστρων Arist.Cael.290b22, cf. Ph.2.226, Orph.H.8.9, κίνησις Ach.Tat.Intr.Arat.16.5, Iul.Gal.11.69c, ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.DDeor.11.4, (νέκταρ) ref. a la música AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Phld.Mus.4.2.15, Porph.Sent.18.
2 esp. de uno de los tres géneros del sistema musical enarmónico μέλη Arist.Pr.918b22, cf. Ph.1.652, Basil.M.29.212B, συστήματα Aristox.Harm.6.10, δίεσις Aristox.Harm.58.5, ἡ ἐ. τῆς τέχνης μελῳδία D.S.3.69, ἡ ... φύσις ... τείνασα τὰ ἐναρμόνια καὶ χρωματικὰ καὶ διατονικὰ γένη Ph.1.245, cf. Aristox.Harm.Ox.1, Anon.Bellerm.25.
3 aplicado a la lengua y en ret. armonioso περίοδος D.H.Dem.24.7, ὄνομα ἢ ῥῆμα D.H.Comp.6.8, ἀριθμοὶ καὶ λόγοι Plu.2.1024e, 1032c, cf. Eun.VS 502, μῖξις del diálogo y la comedia, Luc.Prom.Es.5, τάσις Clem.Al.Paed.2.4.41
•subst. τὸ ἐ. la armonía entre las palabras, Gr.Nyss.Eun.1.652.
II adv. -ως armoniosamente Ph.1.107, Corn.ND 32, Plot.4.3.12, Eustr.in EN 9.2, Eust.1422.19, ref. a la creación, Hippol.Haer.4.11.1.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναρμόνιος, -ον)
αρμονικός, μουσικός, μελωδικός
νεοελλ.
μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» — οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση
αρχ.
1. αυτός που συμφωνεί, προσαρμόζεται σε κάτι
2. (αρχ. μουσ.) «ἐναρμόνιον γένος» — μουσικό γένος που διακρινόταν από το διατονικό και το χρωματικό
3. αυτός που ανήκει στο εναρμόνιο γένος.
επίρρ...
εναρμονίως
1. με τρόπο αρμονικό, μουσικά, μελωδικά
2. ενάρμοστα, συμμετρικά.
Greek Monotonic
ἐναρμόνιος: -ον (ἁρμονία), σύμφωνος, αρμονικός, ταιριαστός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναρμόνιος:
1) созвучный, стройный, гармоничный (αἴσθησις Plat.; φωνὴ τῶν φερομένων ἄστρων Arst.);
2) муз. энгармонический (μέλη Arst.; γένος Plut.).