ὑποπροχέω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
pour forth under, cj. in AP9.314.4 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 1229] (s. χέω), darunter hervorgießen, s. Jac. A. P. p. 529.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπροχέω: προχέω ὑποκάτω, ἴδε ἐν λέξ. ὑποϊάχω.
Greek Monolingual
Α
χύνω αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + προχέω «χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποπροχέω: струиться, (бить) снизу (Anth. - v.l. к ὑποϊάχω).