ἡμίνα
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ἡ, (ἥμισυς)
A half, Leg.Gort.2.49, SIG525.13 (Gortyn, iii B.C.), prob. in Hsch. s.v. ἰνιμίνα.
II a Sicil. measure = cotyle, cotyla (κοτύλη), Epich. [290], Sophr.105; ἡμίνα βασιλική = ἡμικοτύλιον (half-cotyla, half-cotyle, half-cotula, one fourth of a pint), Aristid.Or.49(25).32, cf. IG7.2712.66 (Acraeph.). (Hence Lat. hemīna; Italic and properisp. acc. to Theognost.Can.101, but prob. orig. Greek.)
German (Pape)
[Seite 1169] ἡ, die Hälfte des ἑκτεύς, = κοτύλη, VLL.; Epicharm. u. Sophron Ath. XI, 479 b XIV, 648 d.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
hémine, mesure att. de 6 cyathes pour les liquides.
Étymologie: ἥμισυς.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίνα: ἡ, (ἥμισυς) Σικελικὸν μέτρον, ἥμισυς ἑκτεύς, καὶ ἑπομένως = κοτύλη, Ἐπίχ. 91b Ahr., Σώφρων 70 Ahr.˙ ἡμίνα βασιλικὴ = ἡμικοτύλη Ἀριστείδ. 1. 316˙ ὡσαύτως εὑρισκόμενον ἔν τινι Βοιωτ. Ἐπιγραφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 47. Ἡ ποσότης ἀόριστος ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις˙ ἀλλ’ ἐν Α. Β. 99 φέρεται ἡμῖνα καὶ παρὰ Πλαύτῳ εἶνε hemῑna, M. Gl. 3. 2, 18, Pers. 1. 129.
Greek Monolingual
ἡμίνα, ἡ (Α)
1. μισή
2. (μέτρο στη Σικελία) μισός εκτεύς, κοτύλη
3. φρ. «ἡμίνα βασιλική» — ημικοτύλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. -ινα, με το -ι- προφανώς μακρό (πρβλ. δωτίνη < δως)].