ἱππάρχης
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
Dor. ἱππάρχας, Ion. gen. ἱππάρχεω IG12(8).194.7 (Samothrace), Michel 596 (Cyzicus), ὁ,= ἵππαρχος, OGI217 (Caria, iii B.C., pl.), Plb.10.22.6 (Achaean), 18.22.2 (Macedonian), cf. LXX 2 Ki.1.6, PTeb.54.2 (i B.C.), Plu.Tim.32; at Sparta, IG5(1).32A, al.; = Lat. magister equitum, Plb.3.87.9, D.H.5.75, Nic.Dam.130.17J., etc.; = praefectus equitum, App.BC2.102; = praefectus alae, J.BJ2.14.5.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, = ἵππαρχος; Pol. 10, 22; D. Hal. 7, 4; Plut. Timol. 32; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάρχης: Δωρ. -άρχας, ὁ, = ἵππαρχος, Πολύβ, 10. 22, 6, Διον. Ἀλ. 7. 4, Πλουτ. Τιμολ. 32, Ἐπιγραφ. Λακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1241. 3., 1341-45.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
réc. c. ἵππαρχος.
Greek Monolingual
ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α)
ίππαρχος («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν 'Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῖς προειρημένοις καιροῖς», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, στρατάρχης].
Russian (Dvoretsky)
ἱππάρχης: ου ὁ Polyb., Plut. = ἵππαρχος.
Translations
ar: قاضي الفرسان; az: suvarilər rəisi; bg: началник на конницата; ca: mestre de cavalleria; el: ίππαρχος; fr: maître de cavalerie; he: מגיסטר אקוויטום; it: magister equitum; ja: マギステル・エクィトゥム; ka: მხედართა მეთაური; la: magister equitum; mk: магистер еквитум; pt: mestre da cavalaria; ro: maestrul cailor; uk: начальник кінноти; zh: 騎士統領