ἀποσκορακίζω

From LSJ
Revision as of 14:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκορᾰκίζω Medium diacritics: ἀποσκορακίζω Low diacritics: αποσκορακίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΟΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aposkorakízō Transliteration B: aposkorakizō Transliteration C: aposkorakizo Beta Code: a)poskoraki/zw

English (LSJ)

(ἐς κόρακας) A wish one far enough, curse, damn, LXX Is.17.13, Plu.2.740a, Alciphr.1.38, Iamb.VP25.112.

German (Pape)

[Seite 325] (ἐς κόρακας ἀποπέμπειν), Einen zum Henker, an den Galgen schicken, Plut. Symp. 9, 5, 1; Alciphr. 1, 38 u. Sp., wie Liban. progymn. myth. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκορᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), πέμπω εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», ἀποδιώκω ὥστε νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux (cf. fr. « au diable »), chasser avec colère ou mépris.
Étymologie: ἀπό, locut. ἐς κόρακας, suff. -ίζω ; cf. σκορακίζω.

Spanish (DGE)

1 enviar a los cuervos, rechazar, mandar a paseo αὐτόν LXX Is.17.13, με LXX Ps.26.9, cf. Ach.Tat.8.17.7, Plu.2.740a, Them.Or.26.329c, τὸ πλῆθος Procl.in Alc.256.1, ἀργύριον Alciphr.4.11.5, τὰ μαθήματα Alex.Aphr.in Metaph.739.21, τὴν τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν Iambl.VP 112, cf. Hsch.
2 de tropas licenciar LXX 1Ma.11.55.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκορακίζω) σκορακίζω
νεοελλ.
1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου
2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκορᾰκίζω: отвергать с гневом Plut.