ἀτεκνόω
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
make childless:— Pass., of the earth, to be barren, LXX 4 Ki.2.19.
German (Pape)
[Seite 384] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεκνόω: καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40 - ἐπὶ γῆς, εἶμαι ἄγονος, Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), ἔνθα διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας. ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, στείρωσις, Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre stérile.
Étymologie: ἄτεκνος.
Spanish (DGE)
1 tr. privar de hijos, de descendencia πάτρα γάρ μ' ἀτέκνωσε IMEG 13.11, Αἴγυπτον ἠτέκνωσας Melit.Pasch.231, cf. 17, en v. pas., LXX Ge.27.45, Os.9.12, Melit.Pasch.92
•fig. τὴν ἀδικίαν ἀτεκνώσας Melit.Pasch.487
•abs. esterilizar la tierra τὰ Ἰεριχούντια ῥεύματα ἀτεκνοῦντα Isid.Pel.Ep.M.78.189B, τῆς ἀτεκνούσης πηγῆς Const.App.7.37.3.
2 intr. ser estéril de ovejas, LXX Ca.4.2.
Greek Monotonic
ἀτεκνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα παιδιά μου, σε Ανθ.
Middle Liddell
to make childless:— Pass. to be deprived of children, Anth.