ἀκερδής

From LSJ
Revision as of 13:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκερδής Medium diacritics: ἀκερδής Low diacritics: ακερδής Capitals: ΑΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: akerdḗs Transliteration B: akerdēs Transliteration C: akerdis Beta Code: a)kerdh/s

English (LSJ)

ές, A bringing no gain, unprofitable, χάρις S.OC1484, cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, AP9.649 (Maced.). Adv. -δῶς without profit, Arist.Pol.1309a13, Plu.2.27d. II not greedy of gain, φιλοτιμία Id.Arist.1. Adv. -ῶς Id.2.483e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκερδής: -ές, ὁ ἄνευ κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων κέρδος, Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἄνευ κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν ἄπληστος κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui est le contraire d’un profit, funeste;
2 qui ne recherche pas le profit, désintéressé.
Étymologie: , κέρδος.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no reporta provecho, desinteresado χάρις S.OC 1484, μόχθος AP 9.649 (Macedon.), cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.Arist.1.
2 adv. -ῶς sin provecho, desinteresadamente ἄρχειν Arist.Pol.1309a13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες IG 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκερδής)
αυτός που δεν φέρνει κέρδος
«ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d)
αρχ.
1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1)
2. ἀκερδῶς επίρρ.
χωρίς κέρδος, δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κερδής < κέρδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέρδεια.

Greek Monotonic

ἀκερδής: -ές (κέρδος),
I. αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, που φέρνει χάσιμο, επιζήμιος, σε Σοφ. Πλάτ.
II. αυτός που δεν είναι άπληστος για κέρδος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκερδής:
1) невыгодный, убыточный, причиняющий вред (χάρις Soph.; ἀλυσιτελὴς καὶ ἀ. Plat.);
2) бескорыстный (φιλοτιμία Plut.).

Middle Liddell

κέρδος
I. without gain, bringing loss, Soph., Plat.
II. not greedy of gain, Plut.