ἄστολος

From LSJ
Revision as of 16:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστολος Medium diacritics: ἄστολος Low diacritics: άστολος Capitals: ΑΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: ástolos Transliteration B: astolos Transliteration C: astolos Beta Code: a)/stolos

English (LSJ)

ον, (στέλλω) A ungirded, χιτών S.Fr.872. 2 of Charon's boat, A.Th.857 (lyr.) (ἄστονος cod. M).

Spanish (DGE)

-ον
1 que no cubre todo el cuerpo χιτών S.Fr.872.
2 subst. ὁ ἀ. piedra preciosa semejante a los ojos de los peces, Plin.HN 37.133.

German (Pape)

[Seite 376] ungekleidet, Soph. frg. 791; χιτών Plut. Lyc. et Num. 3; – ἄστ. θεωρίς, vom Nachen des Charon, Aesch. Spt. 839, unglücklich abgesendet, das Unglücksschiff, v.l. ἄστονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’est pas une robe;
2 non équipé.
Étymologie: , στολή ou στέλλω.

Greek Monolingual

ἄστολος, -ον (Α)
1. (για χιτώνα) ο ξεζωσμένος, ο ανοιχτός
2. (για το πλοίο του Χάρου) το πλοίο της δυστυχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή (με τη σημ. 1) και < στόλος (με τη σημ. 2)].

Greek Monotonic

ἄστολος: -ον, άντυτος, ανεφοδίαστος, λέγεται για το πορθμείο του Χάροντα, χρησιμ. με τον ίδιο τρόπο όπως γάμος, ἄγαμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστολος: στέλλω отправленный на беду, т. е. роковой (θεωρίς Aesch. - v.l. к ναύστολος).
στολή не прикрывающий наготы, т. е. слишком короткий (χιτών Soph., Plut.).

Middle Liddell

στέλλω
unequipped, of Charon's boat, used in the same way as γάμος ἄγαμος, Aesch.