περιτρέφω
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
pf. -A τέτροφα A.R.2.738:—cause, make to congeal around, πάχνην l.c.: metaph., ἄλγος π. κραδίην Nic.Th.299:—Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk] forms curds as you mix it, Il.5.903; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.14.477; τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον M.Ant.12.1, cf. Gal.2.504.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum gefrieren-, fest werden lassen; im pass. Od. 14, 477, σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, das Eis fror rings an den Schilden; so lies't Bekker auch Il. 5, 903 für περιστρέφεται, s. Spitzner zu d. St.; περιτέτροφε πάχνην, Ap. Rh. 2, 738.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρέφω: μέλλ. -θρέψω, κάμνω ὥστε νὰ παγώσῃ ἢ πήξῃ τι ὁλόγυρα, ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 738. ― Παθητ., περιτρέφεται κυκόωντι, περιπήγνυται ταράττοντος τοῦ τυροποιοῦ, Ἰλ. Ε. 903· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, «περιεπήσσετο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 477· τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 1.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. περιτέθραμμαι;
nourrir de façon à arrondir ; Pass. devenir épais, former des caillots, se condenser autour de, τινι.
Étymologie: περί, τρέφω.
English (Autenrieth)
make thick around; pass., of milk, curdle, Il. 5.903; of ice, congeal, ‘form around,’ Od. 14.477.
Greek Monolingual
Α
κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει ολόγυρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τρέφω, meestal med.-pass. (om...) vast gaan zitten, vastkoeken (aan); met dat.. σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος ijs vormde zich op de schilden Od. 14.477.