σύμφθογγος
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ον, sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος = in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).
German (Pape)
[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les voix résonnent d’accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].
Greek Monotonic
σύμφθογγος: -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε συμφωνία, ομόηχος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
σύμφθογγος: согласно звучащий, стройный (χορός Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend.
Middle Liddell
σύμ-φθογγος, ον,
sounding together, in concert, Aesch.