ἀπέρεισις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
εως, ἡ, A leaning upon, pressure, resistance, Pl.Cra.427a; ἀ. πρὸς τὰς χεῖρας Arist.IA705a18, cf. Pr.885b1. II infliction, τιμωρίας Plu.2.1130d.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, das Aufstützen, Feststämmen, Plat. Crat. 427 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἀπερείδεσθαι ἐπί τινος, στηρίζεσθαι, πίεσις, ἀντίστασις, Πλάτ. Κρατ. 427Α· ἀντ. πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 3, Προβλ. 5. 40, 6. ΙΙ. ἐπιβολή, τιμωρίας Πλούτ. 2. 1130D.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 presión, apoyo τῆς γλώττης Pl.Cra.427a, cf. Arist.IA 705a18, Pr.885b1, ἀ. ἐπὶ τοὺς ὤμους Eleazarus en Eus.PE 8.9.21
•fig. ἐπὶ θηρία ... τὴν ἀ. πεποίηνται Eleazarus en Eus.PE 8.9.10.
2 inflicción τιμωρίας Plu.2.1130d.
Greek Monolingual
ἀπέρεισις, η (Α) απερείδω
1. στήριξη, αντίσταση, ανθεκτικότητα
2. επιβολή (ἀπέρεισις τιμωρίας).
Russian (Dvoretsky)
ἀπέρεισις: εως ἡ
1) давление, нажим, упор, Plat., Arst.;
2) присуждение, наложение (τιμωρίας Plut.).