ἀπείρατος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ἀπείρᾱτος, ον, Dor. and Att. for ἀπείρητος.
ἀπείρᾰτος, ον, (-n̥-τος, cf. πειραίνω) A impenetrable, Pi.O.6.54. II ἄπειρος (B), v.l. in Hp.Flat.3, dub. in Dam.Pr.107.
German (Pape)
[Seite 284] (vgl. ἀπείρητος), unversucht, οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ' ἐμοῦ, sie ließen nichts unversucht, Dem. 18, 249; πόντος ἀπ. τοῖς Ἔλλησιν Luc. Tox. 3; nichts versucht habend, unkundig, Pind. abs., Ol. 8, 61; καλῶν 10, 18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπ. δόμοι, von Fremden nicht unbesucht, Nem. 1, 23; oft in sp. Prosa; τὸ ἀπείρατον, Unerfahrenheit, Arr. An. 5, 27, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἀπείρητος.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 non essayé, non tenté;
2 sans expérience.
Étymologie: ἀ, πειράω.
English (Slater)
ᾰπείρᾱτος
1 inexperienced κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί (τῶν μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) (I. 4.30) c. gen., στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν (O. 11.18) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί pr. (N. 1.23)
Spanish (DGE)
(ἀπείρᾱτος) v. ἀπείρητος.
Greek Monolingual
ἀπείρατος, -ον (Α)
1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος
2. άπειρος, απέραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πείραρ (-ατος) «τέλος, τέρμα»].
Greek Monotonic
ἀπείρᾱτος: -ον, Δωρ. και Αττ. αντί ἀπείρητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείρᾱτος: эп.-ион. ἀπείρητος 3, редко 2 (Pind. тж. ρᾰ)
1) не попробовавший, не изведавший (τινος Hom., HH, Pind., Plut.);
2) не отважившийся Hom., Pind.;
3) неопытный, несведущий Hom., Pind.;
4) неизведанный, неиспытанный, неведомый, Hom., Her., Luc.: οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ᾽ ἐμοῦ Dem. они пустили в ход все средства против меня;
5) не посещаемый Pind.