ἀμετάπειστος

From LSJ
Revision as of 17:04, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάπειστος Medium diacritics: ἀμετάπειστος Low diacritics: αμετάπειστος Capitals: ΑΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ametápeistos Transliteration B: ametapeistos Transliteration C: ametapeistos Beta Code: a)meta/peistos

English (LSJ)

ον, A not to be moved by persuasion, inexorable, Arist.APo.72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.Top.130b16; of necessity, Id.Metaph.1015a32. Adv. -τως Epicur.Fr.222, Phld.Herc.1003. II of things, unchangeable, steadfast, συμμαχία D.S.37.20.

German (Pape)

[Seite 122] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, ἀνάγκη Arist. Metaph. 4, 5; neben ἀμετάτρεπτος Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die v.l. ἀμετάπιστος, wie bei Diod. συμμαχία. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ ὅπως μεταβάλῃ γνώμην, ἀδυσώπητος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετάβλητος, σταθερός, συμμαχία Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut dissuader, inflexible.
Étymologie: , μεταπείθω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.6.10, 19.5
I 1de pers. no persuadible, inconmovible ἐπεὶ ... ἀ. ἑώρα καὶ ἀμετάτρεπτον cuando vio (a su hijo) inconmovible e inmutable Plu.Thes.17, ἐπειρᾶτο πείθειν τὸν Ὀκτάβιον· ὡς δ' ἦν ἀμετάπειστος Plu.TG 12.
2 de abstr. inexorable ἀνάγκη Arist.Metaph.1015a32
inalterable ταυτότης Dion.Ar.DN M.3.872C
firme, seguro συμμαχία D.S.37.20.
3 en fil. o lóg. irrefutable (ἐπιστήμη) ἀ. ὑπὸ λόγου Arist.Top.130b16, cf. 133b29, APo.72b3, ἐπιβολή Ptol.Iudic.6.10, ἀνακύκλησις Ptol.Iudic.19.5.
II adv. -ως irrefutablemente ἀ. πεπεῖσθαι Epicur.222U.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάπειστος, -ον) μεταπείθω
1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος
2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάπειστος:
1) несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.;
2) неумолимый, неотвратимый (ἀνάγκη Arst.);
3) неизменный, непоколебимый (συμμαχία πρός τινα Diod.).