ἐξεύρεσις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
εως, ἡ, A searching out, search, Hdt.1.67. 2 finding out, invention, ib.94. 3 discovery, τοῦ ὄντος Pl.Min.315a.
German (Pape)
[Seite 880] ἡ, das Ausfinden, die Erfindung; Her. 1, 67; Plat. Min. 315 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεύρεσις: -εως, ἡ ἀναζήτησις, ἔρευνα, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος Ἡρόδ. 1. 67. 2) ἐφεύρεσις, ὁ αὐτὸς 1. 94. 3) τὸ ἀναζητεῖν καὶ ἐξευρίσκειν τι, ὁ νόμος ἄρα βούλεται τοῦ ὄντος εἶναι ἐξεύρεσις Πλάτ. Μίνως 315Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: ἐξευρίσκω.
Greek Monotonic
ἐξεύρεσις: -εως, ἡ,
1. αναζήτηση, έρευνα, σε Ηρόδ.
2. εύρεση, εφεύρεση, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεύρεσις: εως ἡ
1) нахождение, обнаружение (τοῦ ὄντος Plat.): ἀπέχειν τῆς ἐξευρέσιος Her. не быть в состоянии найти;
2) изобретение (τῶν κύβων καὶ τῶν ἀστραγάλων Her.).
Middle Liddell
ἐξεύρεσις, εως
1. a searching out, search, Hdt.
2. a finding out, invention, Hdt. [from ἐξευρίσκω