ἐράσμιος

From LSJ
Revision as of 11:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐράσμιος Medium diacritics: ἐράσμιος Low diacritics: εράσμιος Capitals: ΕΡΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: erásmios Transliteration B: erasmios Transliteration C: erasmios Beta Code: e)ra/smios

English (LSJ)

ον, also η, ον Anacr.20:—A lovely, pleasant, Semon.7.52; τὴν ψυχὴν ἐ. X.Smp.8.36: Comp., Them.Or.17.216a: Sup. -ώτατον, ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3; τὸ ἐ. Plot.1.3.2; beloved, desired, πόλει A. Ag.605; ταῖς ἀγέλαισιν Mosch.3.20; ἐ. ἄγειν τινά treat affectionately, J.AJ19.6.1: neut.as adverb, ἐράσμιον ἀνθήσασα AP7.219 (Pomp.Jun.).

German (Pape)

[Seite 1017] ον, auch dreier Endungen, ἐρασμίη πέλεια Anacr. 14, 1; lieblich, anmuthig, angenehm, von Personen und Sachen, ἥκειν ἐράσμιον πόλει, ersehnt, Aesch. Ag. 591; τὸ ἐρασμιώτατον τῆς ψυχῆς ἦθος Xen. Mem. 3, 10, 3; Sp., wie Plut. Pomp. 2 Luc. D. D. 30, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐράσμιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἀνακρ. 18· ἐπέραστος, εὐχάριστος, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 52, Ξεν. Συμπ. 8. 36· ὑπερθετ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 3: ἀγαπητός, ἐπιθυμητός, πόλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 605· κεῖνος ὁ ταῖς ἀγέλαισιν ἐράσμιος Μόσχ. 3. 19· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐράσμιον ἀνθήσασα Ἀνθ. Π. 7. 219, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aimable, gracieux, charmant;
2 aimé, désiré par, τινι.
Étymologie: ἐράω.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐράσμιος, -α, -ον) έραμαι
αυτός που σέ κάνει να τον ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον
με αξιαγάπητο τρόπο.

Greek Monotonic

ἐράσμιος: -ον, ευχάριστος, σε Ξεν.· αγαπητός, επιθυμητός, ποθητός, σε Αισχύλ., Ξεν.· ουδ. ως επίρρ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐράσμιος: и 3
1) прелестный, приятный, милый, Anacr., Plut., Luc.: ὁ τὴν ψυχὴν ἐ. Xen. привлекательный по своим душевным качествам человек;
2) любимый, желанный (τινι Aesch.).

Middle Liddell

ἐράσμιος, ον
lovely, Xen.:— beloved, desired, Aesch., Xen.: neut. as adv., Anth.

English (Woodhouse)

loved

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)