πληθώρη

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

German (Pape)

[Seite 632] ἡ, 1) Fülle, Anfüllung, ἀγορῆς = ἀγορὰ πλήθουσα, Her. 2, 173. 7, 223, die Zeit, wenn sich der Markt mit Menschen füllt. – 2) Sättigung, Befriedigung, εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι πληθώρη, Her. 7, 49, 2; S tob. – 3) bei den Aerzten, Überfülle an Säften, Vollblütigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

πληθώρη: ἡ, Ἰων. λέξις, σημαίνουσα τὸ εἶναί τι πλῆρες, πληθώρη ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Ἡρόδ. 2. 173., 7. 223· ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV. II. κόρος, χορτασμός, ὁ αὐτ. 7. 49, 2, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., πλησμονὴ αἵματος ἢ χυμῶν, Ἀλεξάνδ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 10, Γαλην. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ πλήθω, ὡς τὸ ἐλπωρὴ ἐκ τοῦ ἕλπω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 plénitude : πληθώρη ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (cf. πλήθω);
2 surabondance ; satiété.
Étymologie: πλήθω.

Greek Monotonic

πληθώρη: ἡ, Ιων. λέξη,
I. πληρότητα, πληθώρη ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.
II. κορεσμός, χόρτασμα, ικανοποίηση, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πληθώρη:
1) наполнение: π. ἀγορῆς Her. наполнение рыночной площади народом, т. е. самое людное время дня (между 10 и 14 часами);
2) (предельная) полнота, насыщенность: εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι π. Her. для людей нет полного благополучия.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληθώρη -ης, ἡ Ion. voor πληθώρα.

Middle Liddell

πληθώρη, ἡ,
I. ionic word, fulness, πλ. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. ἀγορά V.
II. fulness, satiety, Hdt.