τριέλικτος

From LSJ
Revision as of 19:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριέλικτος Medium diacritics: τριέλικτος Low diacritics: τριέλικτος Capitals: ΤΡΙΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: triéliktos Transliteration B: trieliktos Transliteration C: trieliktos Beta Code: trie/liktos

English (LSJ)

ον, (ἑλίσσω) A thrice coiled, ὄφις Orac. ap. Hdt.6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ AP6.110 (Leon. or Mnasalc.); τ. ἰχνοπέδαν a noose of three threads, ib.109 (Antip.); τ. νῆμα (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); τ. θώρακες, of three 'crow's-nests' (cf. θωράκια Moschio ap.Ath.5.208e), App.Anth.3.82.9 (Archimelus).

Greek (Liddell-Scott)

τριέλικτος: -ον, (ἑλίσσω) ὁ τρεῖς ἑλιγμοὺς σχηματίζων, ὄφις Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. ὕδωρ Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. ἰχνοπέδη, βρόχος ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, αὐτόθι 107· τρ. νῆμα (τῶν Μοιρῶν), αὐτόθι 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, αὐτόθι ἐν παραρτ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se replie ou s’enroule trois fois sur soi-même.
Étymologie: τρίς, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές
2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» — βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.)
β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυ-έλικτος].

Greek Monotonic

τριέλικτος: -ον, αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί τρεις φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐέλικτος:
1) втрое свернувшийся (ὄφις Her.);
2) трижды изгибающийся (Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.);
3) втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον νῆμα Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] met drie kronkels.

Middle Liddell

τρι-έλικτος, ον,
thrice coiled, Orac. ap. Hdt., Anth.