θιασεύω

From LSJ
Revision as of 20:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσεύω Medium diacritics: θιασεύω Low diacritics: θιασεύω Capitals: ΘΙΑΣΕΥΩ
Transliteration A: thiaseúō Transliteration B: thiaseuō Transliteration C: thiaseyo Beta Code: qiaseu/w

English (LSJ)

A initiate into the θίασος, Epic.Alex.Adesp. 9i2; ὅς με… κόραις ἐθιάσευσ' E.Ion552; θ. χοροῖς Id.Ba.379 (lyr.):— Pass., -εύεται ψυχάν ib.75. II celebrate Bacchic rites, Str.12.4.3.

German (Pape)

[Seite 1211] einen feierlichen Aufzug, θίασος halten; χοροῖς, vom Dionysus, Eur. Bacch. 378; ἐθιάσευέν με Μαινάσι Βακχίου, weihte mich in den Thiasus ein, Ion 552. – Med., θιασεύεται ψυχάν, er läßt seine Seele in den Bacchischen Thiasus einweihen, Bacch. 75.

Greek (Liddell-Scott)

θιᾰσεύω: φέρω εἰς θίασον ἢ εἰς Βακχικὴν συνοδείαν, ὅς με... κόραις ἐθιάσευσ’ Εὐρ. Ἴωνι 552· οὕτω, θ. χοροῖς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 378. ― Παθ., ἀνήκω εἰς Βακχικὸν θίασον, ἁγιάζομαι διὰ Βακχικῶν τελετῶν ἢ ὀργίων (ἴδε ἁγιστεύω), αὐτόθι 77. ΙΙ. ἑορτάζω Βακχικὰ ὄργια, Στράβων 562.

French (Bailly abrégé)

1 introduire dans un thiase;
2 célébrer un thiase;
Moy. θιασεύομαι se récréer en prenant part à un thiase.
Étymologie: θίασος.

Greek Monolingual

θιασεύω (Α) θίασος
1. μυώ σε θίασο
2. μετέχω σε βακχικές τελετουργίες
3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ θιασεύοντες
οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών προς τιμήν του Βάκχου.

Greek Monotonic

θιᾰσεύω: φέρνω στη Βακχική συνοδεία, σε Ευρ.· Παθ., ανήκω στη Βακχική συνοδεία, καθαγιάζω μέσω Βακχικών τελετών, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θιᾰσεύω:
1) совершать вакхическое шествие: θ. χοροῖς Eur. выступать во главе вакхических хоров;
2) приобщать к вакхическим торжествам (τινά Eur.): θιασεύεσθαι ψυχάν Eur. целиком отдаться вакхическому празднеству.

Middle Liddell

θιᾰσεύω,
to bring into the Bacchic company, Eur.:— Pass. to be of the Bacchic company, to be hallowed by Bacchic rites, Eur. [from θίᾰσος]