ἄφιππος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον, A unsuited for cavalry, Καρία X.HG3.4.12, cf. Plu.Ant. 47. II of persons, unused to riding, opp. ἱππικός, Aeschin.Socr. Oxy.1608 Fr.1.15; ignorant of horsemanship, Pl.Prt.350a, R.335c, Luc.Nav.30. 2 without cavalry, Polyaen.4.6.6.
German (Pape)
[Seite 412] 1) für Reiterei untauglich, Καρία Xen. Hell. 3, 4, 12 Ages. 1, 15; Plut. oft. – 2) ungeschickt im Reiten, Ggstz ἱππικοί Plat. Prot. 350 a; Rep. I, 335 c, Schol. ἀπείρως ἔχοντες ἱππικῆς; Luc. navig. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφιππος: -ον, ἀνεπιτήδειος, ἀκατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ ἱππικός, Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, ἄνευ ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne sait pas monter à cheval;
2 peu propre aux manœuvres de cavalerie (terrain, pays, etc.).
Étymologie: ἀπό, ἵππος.
Spanish (DGE)
-ον
I de lugares no apropiado para los caballos o la caballería Καρία X.HG 3.4.12, de un camino, Plu.Ant.47, τὰ μετέωρα ἄφιππα las alturas inaccesibles a los caballos D.C.40.26.1, cf. Plu.Arist.11.
II de pers.
1 inexperto, torpe en montar a caballo, que no sabe montar op. ἱππικός Aeschin.Socr.CPF 1A.11, Pl.Prt.350a, R.335c, Luc.Nau.30, Poll.1.210, Hsch.
2 que no tiene caballo ἔπειτα δὲ κατήγαγεν αὐτοὺς ... ἀφίππους ὄντας Polyaen.4.6.6, περιδεεῖς δὲ ἦσαν ... καὶ ἄφιπποι Iambl.Fr.21.
Greek Monolingual
ἄφιππος, -ον (Α)
1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία
2. αυτός που δεν έχει ιππικό
3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία.
Greek Monotonic
ἄφιππος: -ον, I. ανεπιτήδειος για ιππασία, χώρα, σε Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, άπειρος στην ιππασία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφιππος:
1) неудобный или непроезжий для конницы (χώρα Xen.; χωρία, ὁδός Plut.);
2) не умеющий ездить верхом Plat., Luc.
Middle Liddell
I. unsuited for cavalry, χώρα Xen.
II. of persons, unused to riding, Plat.