ἐχενηΐς

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχενηΐς Medium diacritics: ἐχενηΐς Low diacritics: εχενηΐς Capitals: ΕΧΕΝΗΪΣ
Transliteration A: echenēḯs Transliteration B: echenēis Transliteration C: echeniis Beta Code: e)xenhi/+s

English (LSJ)

ΐδος, contr. ἐχενῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) A ship-detaining, ἄπλοιαι A.Ag.149 (lyr.); ἄγκυρα AP6.27.5 (Theaet.); γαλήνη Nonn.D.13.114. II a small fish, supposed to have the power of holding ships back, Arist. HA505b19, Opp.H.1.212, Plin.HN9.79; in form ἐχεναΐς, = Lat. remora, Donat. ad Ter.Andr. 739, Eun.302.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui arrête ou retient les vaisseaux.
Étymologie: ἔχω, ναῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχενηΐς: ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) ὁ κρατῶν τὰς ναῦς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε ἄπλοια)· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· γαλήνη Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ ὀπίσω τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.

Greek Monotonic

ἐχενηΐς: -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ (ναῦς), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, άγκυρα, σε Αισχύλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχενηΐς: ΐδος ἡ рыба прилипало, ремора (предполож. Echeneis remora, Leptecheneis naucrates или Remoropsis brachyptera L; в древности ей приписывалась способность задерживать корабли, к которым она прикреплялась своей овальной присоской) Arst., Plut.
ΐδος, стяж. ἐχενῇς, ῇδος adj. f
1) задерживающая корабли (ἀντίπνοοι ἄπλοιαι Aesch.);
2) останавливающая суда (ἄγκυρα Anth.).