ἄκυμος

From LSJ
Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκυμος Medium diacritics: ἄκυμος Low diacritics: άκυμος Capitals: ΑΚΥΜΟΣ
Transliteration A: ákymos Transliteration B: akymos Transliteration C: akymos Beta Code: a)/kumos

English (LSJ)

ον, = ἀκύματος, τόπος Arist. Pr. 931b31 ; metaph, ἄ. βίοτος E. HF 698 ; ψυχή Plu. 2.1090b ; ἄφοβον καὶ ἄ. Epicur. Fr. 413.

Spanish (DGE)

(ἄκῡμος) -ον
1 no batido por las olas τόπος Arist.Pr.931b31.
2 fig. tranquilo, en calma βίοτος E.HF 698.

German (Pape)

[Seite 87] dasselbe, Arist. Probl. 23, 4. Übertr., βίοτος, ruhig, Eur. Herc. Fur. 686.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκῡμος: -ον, = ἀκύμαντος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, Πλούτ., κτλ. - μεταφ., ἄκ. βίοτος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 698.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans vague, calme.
Étymologie: , κῦμα.

Greek Monolingual

ἄκυμος, -ον (Α) κῡμα γαλήνιος, ήρεμος, ατάραχος.

Greek Monotonic

ἄκῡμος: -ον (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αριστ., Πλούτ. κ.λπ.· μεταφ., ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος, ἀκ. βίοτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκῡμος: не волнующийся, спокойный (θάλαττα Arst., Plut.; βίοτος Eur.).

Middle Liddell

κῦμα = ἀκύμαντος, Arist., Plut., etc.]
tranquil, ἀκ. βίοτος Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκυμος -ον [ἀ-, κῦμα zonder golven, kalm, alleen overdr. van het leven.