Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρωπός

From LSJ
Revision as of 12:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρωπός Medium diacritics: πυρωπός Low diacritics: πυρωπός Capitals: ΠΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: pyrōpós Transliteration B: pyrōpos Transliteration C: pyropos Beta Code: purwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ) A fiery-eyed, fiery, κεραυνός A.Pr.667; γλῆνος Id.Fr.300.4; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον IG9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; τὸ λαμπρὸν καὶ πυρωπόν ib.404d: neut. as adverb, πυρωπὸν ἐμβλέπειν Ph.2.331. II Subst. pyropus, a kind of red bronze, Plin.HN34.94.

German (Pape)

[Seite 826] feueräugig, feurig; κεραυνός, Aesch. Prom. 670; ἥλιος, fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρωπός: -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, ὅμοιος πυρί, πυρώδης, κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· ἥλιος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. κέλευθος Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· ῥόδον τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. αὐτόθι 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, εἶδος ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d'un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d'un rouge de feu.
Étymologie: πῦρ, ὤψ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυρωπός, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, όμοιος με φωτιά
2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και του οποίου η διαφανής μορφή αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή ρουμπίνι του Ακρωτηρίου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρωπόν
είδος ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες
2. (το ουδ. ως επίρρ.) με πυρώδες βλέμμα («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + -ωπός (πρβλ. αρρεν-ωπός, γοργ-ωπός)].

Greek Monotonic

πῠρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει πύρινη όψη, πυρώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρωπός: огненноликий (ἥλιος Aesch.; ῥόδον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρωπός -όν [πῦρ, ὤψ] vurig.

Middle Liddell

πῠρ-ωπός, όν [ὤψ]
fiery-eyed, fiery, Aesch.