βελοσφενδόνη
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, A dart wrapped with pitch and tow, and thrown while on fire from an engine, Plu.Sull.18.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, Pfeilschleuder; bes. mit Werg umwickelte u. mit Pech bestrichene Brandpfeile, Plut. Sull. 18; vgl. Liv. 21, 8, falarica.
Greek (Liddell-Scott)
βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος μέ στυππεῖον καὶ πίσσαν τετυλιγμένον καὶ ῥιπτόμενον ἐκ μηχανῆς, ἐνῷ διατελεῖ φλεγόμενον, Πλούτ. Συλλ. 18· Λατ. falarica, Λίβ. 21. 8.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
flèche garnie d’une étoupe enflammée.
Étym. lat. falarica.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ hondada tal vez de catapulta, Plu.Sull.18.
Greek Monolingual
βελοσφενδόνη, η (Α)
βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, που εκσφενδονίζεται αναμμένο.
Greek Monotonic
βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βελοσφενδόνη: ἡ зажигательный снаряд Plut.
Middle Liddell
a dart wrapped with pitch and tow, and thrown while on fire, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βελοσφενδόνη -ης, ἡ βέλος, σφενδόνη brandende pijl, brandpijl.