φιλοκτέανος

From LSJ
Revision as of 19:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτέᾰνος Medium diacritics: φιλοκτέανος Low diacritics: φιλοκτέανος Capitals: ΦΙΛΟΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: philoktéanos Transliteration B: philokteanos Transliteration C: filokteanos Beta Code: filokte/anos

English (LSJ)

ον, loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.

Greek Monotonic

φῐλοκτέᾰνος: -ον (κτέανον), αυτός που αγαπά τα κτήματα, λαίμαργος για το κέρδος, άπληστος· υπερθ. φιλοκτεανώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκτέᾰνος: (только superl. φιλοκτεανώτατος) корыстолюбивый, жадный Hom.

Middle Liddell

φῐλο-κτέᾰνος, ον, κτέανον
loving possessions, greedy of gain, covetous, Sup. φιλοκτεανώτατος, Il.