ὑμεναιόω
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
A sing the wedding-song, A.Pr.557 (lyr.). 2 wed, take to wife, κούρας Theoc.22.179: prov., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ Ar.Pax1076 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1178] 1) heirathen, zum Weibe nehmen, vom Manne gesagt; sprichwörtlich πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, Ar. Pax 1041. 1078; Theocr. 22, 179. – 2) den Hochzeitsgesang singen, Aesch. Prom. 557.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 chanter le chant nuptial;
2 prendre pour femme, épouser une femme.
Étymologie: ὑμέναιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμεναιόω: [ῠ], ᾄδω τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Πρ. 557. 2) εἰς γάμον ἄγω, λαμβάνω εἰς γυναῖκα, κούρας Θεόκρ. 22. 179· παροιμ., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1076, 1112.
Greek Monotonic
ὑμεναιόω: [ῠ], μέλ. -ώσω,
1. τραγουδώ το γαμήλιο τραγούδι, σε Αισχύλ.
2. νυμφεύομαι, παίρνω μια γυναίκα ως σύζυγο, σε Θεόκρ.· παροιμ., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμεναιόω: (ῠ)
1) петь свадебную песнь Aesch.;
2) брать в жены: ὑ. τινα Arph., Theocr. жениться на ком-л.
Middle Liddell
ὑ˘μεναιόω, [from ὑ˘μέναιος]
1. to sing the wedding-song, Aesch.
2. to wed, take to wife, Theocr.; proverb., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ Ar.