φαιδρόνους

From LSJ
Revision as of 19:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόνους Medium diacritics: φαιδρόνους Low diacritics: φαιδρόνους Capitals: ΦΑΙΔΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: phaidrónous Transliteration B: phaidronous Transliteration C: faidronous Beta Code: faidro/nous

English (LSJ)

ουν, with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a l’âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].

Greek Monotonic

φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.

Middle Liddell

φαιδρό-νους, ουν,
with bright, joyous mind, Aesch.