ἐπιφροσύνη

From LSJ
Revision as of 08:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφροσύνη Medium diacritics: ἐπιφροσύνη Low diacritics: επιφροσύνη Capitals: ΕΠΙΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: epiphrosýnē Transliteration B: epiphrosynē Transliteration C: epifrosyni Beta Code: e)pifrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, thoughtfulness, wisdom, εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε..Ἀθήνη Od.5.437: in plural, ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι 19.22, cf. Hes.Th.658, A.R.4.1115; observation, Arat.762; prudent reserve, A.R.3.659: also in late Prose, θεία ἐ. Ph.1.203, al.; κατ' ἐπιφροσύνην J.AJ15.11.3; κατὰ τὴν Σεβαστοῦ Καίσαρος ἐ. Onos.Praef.1.

German (Pape)

[Seite 1001] ἡ, Verstand, Besonnenheit, Achtsamkeit, Od. 5, 437; ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι, Vernunft annehmen, 19, 22; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 659, plur. 4, 1115; Opp. Cyn. 4, 449. – Beobachtung, Arat. 762. – Bei Hes. Th. 658 Rath, aber l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφροσύνη: ἡ, (ἐπίφρων) φρόνησις, σύνεσις, εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη Ὀδ. Ε. 437· ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι Τ. 22· παρατήρησις, Ἄρατ. 762, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 659· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Φίλωνι, Ἰωσήπῳ, κλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse ; αἱ ἐπιφροσύναι conseils de la sagesse.
Étymologie: ἐπίφρων.

English (Autenrieth)

thoughtfulness, sagacity; pl. ἀνελέσθαι, assume discretion, Od. 19.22. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) επίφρων
1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.)
2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῦ θεοῦ», Ιώσ.)
3. παρατήρηση, επισκόπηση
4. συνετή επιφύλαξη.

Greek Monotonic

ἐπιφροσύνη: ἡ (ἐπίφρων), φρόνηση, σύνεση, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφροσύνη: ἡ тж. pl. благоразумие, рассудительность Hom., Hes.

Middle Liddell

ἐπιφροσύνη, ἡ, ἐπίφρων
thoughtfulness, Od.