δεννάζω

From LSJ
Revision as of 22:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεννάζω Medium diacritics: δεννάζω Low diacritics: δεννάζω Capitals: ΔΕΝΝΑΖΩ
Transliteration A: dennázō Transliteration B: dennazō Transliteration C: dennazo Beta Code: denna/zw

English (LSJ)

(δέννος) abuse, revile, τινά Thgn.1211; τέχνην E.Rh. 925; ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant.759: c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δ. to utter words of foul reproach, Id.Aj.243 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 546] beschimpfen, verhöhnen, τινά Theogn. 1211; Soph. Ant. 755, Schol. ὑβρίζω; Eur. Rhes. 925; κακὰ ῥήματα, Schimpfreden ausstoßen, Soph. Ai. 239.

Greek (Liddell-Scott)

δεννάζω: μέλλ. –άσω, ὑβρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Θέογν. 1211, Εὐρ. Ρήσ. 925 ἐπὶ ψόγοισι δ. Σοφ. Ἀντ. 759· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, λέγω λόγους κακοὺς ὀνειδίζων, ὁ αὐτ. Αἴ. 243.

French (Bailly abrégé)

f. δεννάσω, ao. ἐδέννασα, pf. inus.
injurier, outrager : τινα qqn ; ἐπὶ ψόγοισι δ. SOPH, κακὰ ῥήματα δ. SOPH adresser des reproches outrageants.
Étymologie: δέννος.

Spanish (DGE)

ultrajar c. ac. de pers. μὴ ... φίλους δένναζε τοκῆας Thgn.1211, ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant.759, ἡμᾶς ... ἐδέννασ' E.Rh.951, τὴν Καστνίαν δὲ καὶ Μελιναίαν θεόν Lyc.404
c. ac. de abstr. ὃς ... ἐδέννασεν τέχνην (μουσικήν) E.Rh.925
c. ac. int. κακὰ δεννάζων ῥήμαθ' dirigiendo reproches ultrajantes S.Ai.243.

Greek Monolingual

δεννάζω (Α) δέννος
1. βρίζω, κακολογώ
2. φρ. «κακά ρήματα δεννάζειν» — ξεστομίζω φοβερές βρισιές.

Greek Monotonic

δεννάζω: μέλ. -άσω, βρίζω, λοιδορώ, κακολογώ, τινά, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, ξεστομίζω λόγια με υβριστικό περιεχόμενο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δεννάζω: (тж. δ. κακὰ ῥήματα Soph.) бранить, злословить, поносить, оскорблять (τινά Eur.; ἐπὶ ψόγοισί τινα Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεννάζω [δέννος] aor. ἐδέννασα; fut. δεννάσω, beledigen, uitschelden; met acc. v. h. inw. obj.: κακὰ δεννάζων ῥήμαθ’ terwijl hij vreselijke vloeken uitte Soph. Ai. 243.

Middle Liddell

[from δέννος
to abuse, revile, τινά Theogn., Soph.; c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δεννάζειν to utter words of foul reproach, Soph.