ἀναπυνθάνομαι

From LSJ
Revision as of 12:23, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπυνθάνομαι Medium diacritics: ἀναπυνθάνομαι Low diacritics: αναπυνθάνομαι Capitals: ΑΝΑΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anapynthánomai Transliteration B: anapynthanomai Transliteration C: anapynthanomai Beta Code: a)napunqa/nomai

English (LSJ)

A inquire closely into, τὰς πάτρας αὐτῶν ἀνεπύθετο Hdt.6.128; ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα Id.8.90; ἀναπυθώμεθα τούσδε τίνες ποτὲ καὶ πόθεν ἔμολον Ar.Av.403. 2 abs., ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω discover by inquiry, Hdt.5.57; also, learn by inquiry, ἀ. ταῦτα πραττόμενα X.An.5.7.1 codd.; ἀ. περί τινος Pl.Hp.Mi.363b; ἀ. τί τινος ask of a person, Ar.Pax 693.

German (Pape)

[Seite 204] (s. πυνθάνομαι), ausforschen, erkunden, Her. 5, 57; τινός, aus Jemandem herausfragen, Ar. Pax 676; ταῦτα πραττόμενα, daß etwas betrieben wird, erfahren, Xen. An. 5, 7, 1; παρά τινός τι, Ath. I, 2 b.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπεύσομαι, ao.2 ἀνεπυθόμην;
s'informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s'informer de celui qui a fait.
Étymologie: ἀνά, πυνθάνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι Δημ.: ἐξετάζω ἐπιμελῶς, ἀνερευνῶ, τὰς πάτρας τε αὐτῶν ἀνεπύθετο Ἡρόδ. 6. 128· ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα ὁ αὐτ. 8. 90· ἀναπυθώμεθα τούςδε, τίνες ποτέ, καὶ πόθεν ἔμολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 403. 2) ἀνερωτῶ, ἀνερευνῶ, ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω Ἡρόδ. 5. 57· πληροφοροῦμαι, μανθάνω, ταῦτα οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο Ξεν. Ἀν. 5. 7, 1· ἀν περί τινος Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 363Β· ἀν. τί τινος, ἐρωτῶ τινα, μανθάνω παρ’ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 693.

Greek Monolingual

ἀναπυνθάνομαι (Α)
1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι».
ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος].

Greek Monotonic

ἀναπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αόρ. βʹ -επῠθόμην·
1. εξετάζω επιμελώς, ανακρίνω, διερευνώ, σε Ηρόδ.· τὸν ποιήσαντα, στον ίδ.
2. μαθαίνω κατόπιν έρευνας, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπυνθάνομαι: (fut. ἀναπεύσομαι, aor. 2 ἀνεπυθόμην) расспрашивать, разузнавать (τι Her., Xen. и περί τινος Plat.): ἀναπυθέσθαι τί τινος Arph. разузнать что-л. у кого-л.; ἀ. τινα Her. расспрашивать о ком-л.

Middle Liddell


1. to inquire closely into, ascertain, Hdt.; τὸν ποιήσαντα Hdt.
2. to learn by inquiry, Hdt., Xen.