παράσπονδος

From LSJ
Revision as of 08:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράσπονδος Medium diacritics: παράσπονδος Low diacritics: παράσπονδος Capitals: ΠΑΡΑΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: paráspondos Transliteration B: paraspondos Transliteration C: paraspondos Beta Code: para/spondos

English (LSJ)

ον, (σπονδή) A contrary to a compact, agreement, contract or treaty, ἐπιδρομή Th.4.23; μηδὲν π. ποιεῖν, παθεῖν, X.HG2.4.30, Ages.3.5; π. τι προστάττειν Isoc.14.45; τοῦ θηριώδους καὶ π. βίου bound by no compacts, Athenio 1.4. Adv. παρασπόνδως App.BC5.80. 2 of persons, breaker of treaties, forsworn, Lys. 12.74, J.AJ 10.8.2, Heraclit.Incred. 15.

German (Pape)

[Seite 499] das Bündniß, den Vertrag verletzend, bundbrüchig, treulos; ἐπιδρομή, Thuc. 4, 22; μηδὲν παράσπονδον ποιοῦντες, Xen. Hell. 2, 4, 29; παρασπόνδους τινὰς ἔχειν, Lys. 12, 74; καὶ παράνομος, Pol. 1, 70, 5; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contraire à la foi d'un traité, déloyal.
Étymologie: παρά, σπονδή.

Greek (Liddell-Scott)

παράσπονδος: -ον, (σπονδὴ) ὁ παρὰ τὰς γενομένας σπονδάς, ὁ παρὰ τὰς συνθήκας, Θουκ. 4. 23· μηδὲν παράσπονδον ποιεῖν ἢ παθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, Ἀγησ. 3. 5· π. τι προστάττειν Ἰσαῖ. 305B· τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου, τοῦ μηδεμίαν σπονδὴν τηροῦντος, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ παραβάτης συνθηκῶν, ἐπίορκος, Λυσ. 127. 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 8. 2. - Ἐπίρρ., παρασπόνδως, παρὰ τὰς σπονδὰς, Bud.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράσπονδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες
2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος
3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών.
επίρρ...
παρασπόνδως Α
κατά παράβαση τών σπονδών, τών συμφωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ά-σπονδος].

Greek Monotonic

παράσπονδος: -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παράσπονδος: нарушающий или нарушивший договор, вероломный (ἐπιδρομή Thuc.): παράσπονδόν τινα ἔχειν Lys. считать кого-л. нарушителем договора.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράσπονδος -ον [παρά, σπονδή] in strijd met een verdrag; van pers. malafide, een verdrag schendend:. εἶπε... ὅτι παρασπόνδους ὑμᾶς ἔχοι hij zei dat hij jullie voor verdragsschenners hield Lys. 12.74.

Middle Liddell

παρά-σπονδος, ον,
contrary to a treaty, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

contrary to terms of truce, contrary to treaty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)