μελάμβωλος
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
ον, with black soil, Αἴγυπτος AP6.231 (Phil.), cf. Opp.C.3.508.
German (Pape)
[Seite 118] schwarzschollig; Αἴγυπτος, Philp. 10 (VI, 231); Opp. Cyn. 3, 511.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμβωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, εὔφορος, μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508· Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux mottes noires, en parl. d'une bonne terre.
Étymologie: μέλας, βῶλος.
Greek Monolingual
μελάμβωλος, -ον (Α)
(για τη γη)
1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος
2. εύφορος («μελάμβωλον κατ' ἄρουραν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλόβωλος, χρυσόβωλος)].
Greek Monotonic
μελάμβωλος: -ον, περιοχή με σκουρόχρωμο (μαύρο) έδαφος, χώμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελάμβωλος: с черными пластами земли, черноземный (Αἴγυπτος Anth.).