ἀσπούδαστος

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπούδαστος Medium diacritics: ἀσπούδαστος Low diacritics: ασπούδαστος Capitals: ΑΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aspoúdastos Transliteration B: aspoudastos Transliteration C: aspoydastos Beta Code: a)spou/dastos

English (LSJ)

ον, A not zealously pursued or courted, γυνή E.Fr. 501; ἀσπούδαστα, τά, matters of no interest, Hp.Ep.17. 2 not to be sought for, mischievous, σπεύδειν ἀσπούδαστα E.Ba.913, IT 202. II Act., not in earnest, τὸ ἀ. want of earnestness, περί τι D.H. 5.72. Adv. -τως carelessly, Ael.NA10.30, PFlor.187.3 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1no pretendido, no cortejado (γυνή) E.Fr.501.
2 que no es digno de ser pretendido σπεύδειν ἀσπούδαστα E.Ba.913, E.IT 202, τὰ ἀσπούδαστα cosas que no merecen la pena Hp.Ep.17 (p.358).
3 que no muestra interés o diligencia τὸ ἀσπούδαστον falta de diligencia περὶ τὴν ἀρχήν D.H.5.72, cf. PIFAO 2.17.3 (III d.C.).
II adv. -ως sin cuidado, sin diligencia τοῖς δὲ ἀ. ἑφθοῖς πάνυ ἄχθεται Ael.NA 10.30, cf. PFlor.187.3 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 374] nicht mit Eifer betrieben, was des Eifers nicht werth ist, schlecht, ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur. I. T. 202 u. A.; τὸ ἀσπ. περὶ τὴν ἀρχήν, das Nichtbewerben, D. Hal. 5, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπούδαστος: -ον, ὁ μὴ μετὰ ζήλου καὶ σπουδῆς ζητούμενος, γάμους δ’ ὅσοι σπεύδουσι μὴ πεπρωμένους, μάτην πονοῦσιν· ἡ δὲ τὸ χρεὼν πόσει μένουσα, κἀσπούδαστος ἦλθεν εἰς δόμους ἐκ τῆς Εὐρ. Μελανίππης παρὰ Στοβ. 425, 22 (Εὐρ. Ἀποσπ. 503). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ ζητῇ, ἐπιβλαβής, σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ’ ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν σπεύδοντα τ’ ἀσπούδαστα, Πενθέα λέγω Εὐρ. Βάκχ. 713, Ι. Τ. 202· ἀνάξιος σπουδῇς. ὅσῃ σπουδῇ περὶ ἀσπούδαστα φιλοτιμούμενοι πάντες ἄνθρωποι τὸν βίον ἀναλίσκουσιν Ἱπποκρ. Ἐπιστ. 128, 39. ― Ἐπίρρ. ἀσπουδάστως Αἰλ. π. Ζ. 10. 30. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀσπούδαστον αὐτοῦ (τοῦ Λαρκίου) περὶ τὴν ἀρχὴν πονηρὸν εἶναι τῷ κοινῷ λέγοντες, ἡ ἀδιαφορία, τὸ ἀπρόθυμον αὐτοῦ εἰς τὸ νὰ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον ἀξίωμα, Διον. Ἁλ. βιβλ. 5. 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non digne d'empressement, méprisable.
Étymologie: , σπουδάζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσπούδαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος
2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα
αρχ.
1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο
2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο επιβλαβής
3. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) τὸ ἀσπούδαστον
η αδιαφορία για κάτι
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀσπούδαστα
αυτά που δεν είναι άξια σπουδής, τα χωρίς ενδιαφέρον.

Greek Monotonic

ἀσπούδαστος: -ον (σπουδάζω), αυτός που δεν αναζητά με ζήλο κάτι, αυτός που δεν αξίζει να τον ζητά κανείς, επιβλαβής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπούδαστος:
1) не заслуживающий стараний, не стоящий внимания (ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur.);
2) оставленный без внимания, находящийся в пренебрежении или брошенный (sc. γυνή Eur.).

Middle Liddell

σπουδάζω
not to be zealously pursued, not worth pursuing, Eur.